- μοσχοσφραγιστής
- μοσχο-σφρᾱγιστής, οῦ, ὁ,A one who picks out and seals calves for sacrifice, Chaerem. ap. Porph.Abst.4.7, PGnom.201 (ii A. D.), BGU250.9 (ii A. D.), etc.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μοσχοσφραγιστής — μοσχοσφραγιστής, ὁ (Α) αυτός που επέλεγε και σφράγιζε τα μοσχάρια τα οποία προορίζονταν για θυσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μόσχος (Ι) + σφραγιστής (< σφραγίζω), πρβλ. ιερομοσχο σφραγιστής)] … Dictionary of Greek
μοσχοσφραγιστῶν — μοσχοσφραγιστής one who picks out and seals calves for sacrifice masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιερομοσχοσφραγιστής — ἱερομοσχοσφραγιστής, ὁ (Α) ιερέας που σφράγιζε τους ιερούς μόσχους οι οποίοι προορίζονταν για θυσία για να βεβαιώσει ότι είναι κατάλληλοι γι αυτήν. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + μοσχοσφραγιστής] … Dictionary of Greek
μοσχοσφραγιστικός — μοσχοσφραγιστικός, ή, όν (Α) [μοσχοσφραγιστής] 1. αυτός που αναφέρεται στον μοσχοσφραγιστή 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ μοσχοσφραγιστικά βιβλία στα οποία περιγράφονταν το έργο και τα καθήκοντα τού μοσχοσφραγιστή … Dictionary of Greek
μόσχος — I (2ος αι. π.Χ.). Συρακούσιος βουκολικός ποιητής, μιμητής του Θεόκριτου. Στον Μ. αποδίδονται διάφορα έργα, ορισμένα από τα οποία δεν πληρούν τα χαρακτηριστικά της συγγραφικής τεχνικής του. Αναμφισβήτητο έργο του αποτελεί η Ευρώπη, όπου αφηγείται… … Dictionary of Greek